- ντούπλεξ
- το ακλ. дублет [ν]τουρβ||άς ο сума, котомка, торба, мешок;
§ τον έβαλα στο ντούπλεξά — я его обманул, надул
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ τον έβαλα στο ντούπλεξά — я его обманул, надул
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ντούπλεξ — και ντούμπλεξ, το άκλ. 1. σύστημα τηλεγραφικό που επιτρέπει τη σύγχρονη μετάδοση τηλεγραφημάτων προς δύο κατευθύνσεις με μονό σύρμα 2. σύστημα τηλεφωνικής εγκατάστασης με διακόπτη που εξυπηρετεί δύο συνδρομητές 3. (κατ επέκτ.) κάθε διπλό σύστημα … Dictionary of Greek